- εὐανάσειστος
- εὐανά-σειστος, ον,A easily excited,
πρὸς τοῦ πάθους Phld.Ir.p.38
W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρὸς τοῦ πάθους Phld.Ir.p.38
W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευανάσειστος — εὐανάσειστος, ον (Α) αυτός που ερεθίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα σειστος (< ανα σείω)] … Dictionary of Greek